κούκος
Προφορά
Ετυμολογία
κούκος ονοματοπ. λ., από τη φωνή κου κου
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κούκος
✦ ωδικό πουλί, κόκκυξ: ο κούκος φέτο δε λαλεί ούτε και θα λαλήσει (δημ. τραγ.)
✦ (μτφ. για πρόσ.) ο χωρίς συντρόφους, μόνος
✦ φρ. τρεις κι ο κούκος, ελάχιστοι – του κόστισε ο κούκος αηδόνι, για πράγμα που πληρώθηκε πάνω από την αξία του, ή για υπερβολική δαπάνη
✦ ο σκούφος: ο θείος… εφόρει κούκον υπερμεγέθη (Αλ. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–