κοντοζυγώνω
Προφορά
Ετυμολογία
κοντοζυγώνω κοντο- + ζυγώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κοντοζυγώνω
✦ προσεγγίζω, πλησιάζω
✦ φθάνω, κοντεύω: η ώρα, δες, κοντοζυγώνει (Άγγ. Σικελιανός)
✦ φρ. την κοντοζύγωσε, την πλησίασε με ερωτικές διαθέσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–