κολάζ
Προφορά
Ετυμολογία
κολάζ └γαλλ┘ collage
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το κολάζ
✦ τεχνική ζωγραφικής κατά την οποία, στην κατασκευή πινάκων, χρησιμοποιούνται, εκτός από τα χρώματα, ετερογενή υλικά, όπως φωτογραφίες, έντυπα, γραμματόσημα, υφάσματα κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–