κοκκίνισμα
Προφορά
Ετυμολογία
κοκκίνισμα κοκκινίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κοκκίνισμα
✦ η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κοκκινίζω
✦ (μαγειρ.) ψήσιμο κρεατικού στο τηγάνι ή την κατσαρόλα με λάδι ή βούτυρο μέχρις ότου κοκκινίσει.
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–