κεφαλιάτικος


κεφαλιάτικος
Προφορά

Ετυμολογία
κεφαλιάτικος κεφαλή

Ερμηνεία
επίθετο┘ κεφαλιάτικος -η, -ο

✦ ο αναφερόμενος στον κατά κεφαλή, κατ’ άτομο υπολογισμό
✦ το ουδ. το κεφαλιάτικο ως ουσ., ο κεφαλικός φόρος, χαράτσι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.