κεφαλίδα


κεφαλίδα
Προφορά

Ετυμολογία
κεφαλίδα αρχαία ελληνική κεφαλίς, υποκοριστικό του ουσιαστικού κεφαλή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κεφαλίδα

✦ μικρό κεφάλι, κεφαλάκι
✦ τίτλος εντύπου, που επαναλαμβάνεται στο πάνω μέρος των σελίδων
✦ λόγιο απόφθεγμα, γνωμικό που προτάσσεται σε βιβλίο, κεφάλαιο βιβλίου, μελέτη, άρθρο κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.