κενό


κενό
Προφορά

Ετυμολογία
κενό αρχαία ελληνική κενόν, └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. κενός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κενό

✦ χώρος όπου δεν υπάρχει τίποτα, χάσμα
✦ (φυσ.) χώρος που δεν περιέχει ατμοσφαιρικό αέρα ή άλλο αέριο
✦ φρ. πέφτω στο κενό, πέφτω από ιπτάμενο όχημα ή από ψηλότερο μέρος στην επιφάνεια της γης· (κ. μτφ.) δεν έχω απήχηση, δεν φέρνω αποτέλεσμα: η πρότασή του έπεσε στο κενό
✦ θέση ασυμπλήρωτη
(μτφ. ) έλλειψη
(μτφ. ) ό,τι θεωρεί κανείς ή αισθάνεται ως σημαντική απώλεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.