κελί


κελί
Προφορά

Ετυμολογία
κελί μεσαιωνική ελληνική κελλίον, υποκοριστικό του κέλλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κελί

✦ θάλαμος
✦ (ειδ.) δωμάτιο μοναχού σε μοναστήρι
✦ δωμάτιο φυλακισμένου
✦ κοιλότητα κερήθρας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.