κεντρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
κεντρίζω αρχαία ελληνική κεντρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κεντρίζω
✦ κεντώ με αιχμηρό όργανο: σα βούβαλος που η μύγα τον κεντρίζει (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (μτφ. ) παροτρύνω, παρακινώ: ολόκληρος ο πνευματικός μας κόσμος κεντρίζεται απ’ αυτόν τον πόθο (Γ. Σεφέρης)
✦ μπολιάζω φυτό, εγκεντρίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–