καταφύγιο
Προφορά
Ετυμολογία
καταφύγιο αρχαία ελληνική καταφύγιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού καταφυγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καταφύγιο
✦ τόπος όπου καταφεύγει κανείς για να προφυλαχτεί, από δυσμενείς συνθήκες ή ενδεχόμενους κινδύνους: αντιαεροπορικό καταφύγιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–