καταυγασμός Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply καταυγασμόςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/καταυγασμός.mp3Ετυμολογίακαταυγασμός μεταγενέστερη ελληνική καταυγασμός Ερμηνείαουσιαστικό└αρσενικό┘ ο καταυγασμός ✦ άπλετος, λαμπρός φωτισμός: πόθοι καταυγασμού ασημώσαν τ’ άστρα (Κ. Βελμύρας) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–