κατασώτευση


κατασώτευση
Προφορά

Ετυμολογία
κατασώτευση κατασωτεύω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατασώτευση

✦ κατασπατάληση σε ασωτείες: τον κατηγορούν για κατασώτευση της πατρικής περιουσίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.