κατασκηνώτρια


κατασκηνώτρια
Προφορά

Ετυμολογία
κατασκηνώτρια κατασκηνώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κατασκηνώτρια

✦ θηλ. κατασκηνώτρια που ζει σε κατασκήνωση
✦ ο εγκαταστημένος σε σκηνή, που έχει κατασκηνώσει κάπου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.