καταπληχτικός
Προφορά
Ετυμολογία
καταπληχτικός μεταγενέστερη ελληνική καταπληκτικός
Ερμηνεία
καταπληχτικός
✦ κ. καταπληχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) (για πρόσωπα ή καταστάσεις) που προκαλεί κατάπληξη, με τη μοναδικότητά του: καταπληκτικό ταλέντο – καταπληκτική περίπτωση τηλεπάθειας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
καταπληκτικά κ.καταπληχτικά (Κ καταπληκτικώς)