καμαρώνω
Προφορά
Ετυμολογία
καμαρώνω μεσαιωνική ελληνική καμαρώνω (= χαιρετώ με υπόκλιση)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καμαρώνω
✦ είμαι περήφανος για κάτι, και το δείχνω με το ύφος μου, με τη στάση μου, την περπατησιά μου κτλ.
✦ βλέπω κάτι (ιδ. δικό μου) με θαυμασμό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–