καμίνι


καμίνι
Προφορά

Ετυμολογία
καμίνι μεσαιωνική ελληνική καμίνι(ο)ν, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού κάμινος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καμίνι

✦ κατασκευή, εγκατάσταση με πολύ δυνατή θέρμανση για το λιώσιμο μετάλλων, την ασβεστοποίηση λίθων κτλ.
✦ τόπος όπου επικρατεί μεγάλη ζέστη: τους άντρες που, τριάντα και σαράντα μέρες στο καμίνι του Ινδικού και της Ερυθράς, ξεροψήθηκαν (Μ. Καραγάτσης)
(μτφ. ) κατάσταση που κυριαρχείται από δυνατό πάθος: το καμίνι του πόθου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.