καλπαστικός


καλπαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
καλπαστικός καλπάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ καλπαστικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καλπασμό ή που έχει τα χαρακτηριστικά του καλπασμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καλπαστικά (Κ καλπαστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.