κάλυκας


κάλυκας
Προφορά

Ετυμολογία
κάλυκας αρχαία ελληνική κάλυξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κάλυκας

✦ το εξωτερικό πράσινο περίβλημα του άνθους
✦ το μπουμπούκι: τα χείλη της τα απαλά ως κάλυξ ανεμώνης (Αλ. Ραγκαβής)
✦ (στρατ.) η μετάλλινη θήκη που γεμίζεται με το μπαρούτι και το βόλι
✦ (ανατομ.) κάλυκες των νεφρών, ή νεφρικοί κάλυκες, κοιλότητες των νεφρών που αποχετεύουν τα ούρα – γευστικοί κάλυκες, σχηματισμοί του επιθηλίου της γλώσσας που λειτουργούν ως αισθητήρια όργανα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.