καθεστωτικός


καθεστωτικός
Προφορά

Ετυμολογία
καθεστωτικός καθεστώς

Ερμηνεία
επίθετο┘ καθεστωτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με το καθεστώς, με το πολίτευμα: οι βασιλόφρονες έθεσαν καθεστωτικό ζήτημα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.