καθαρτήριος


καθαρτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
καθαρτήριος μεταγενέστερη ελληνική καθαρτήριος

Ερμηνεία
επίθετο┘ καθαρτήριος -α, -ο

✦ που εξαγνίζει από μίασμα ή αμάρτημα: καθαρτήρια φωτιά – θυσία

Συνώνυμα
εξιλαστήριος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.