καθαρτικός


καθαρτικός
Προφορά

Ετυμολογία
καθαρτικός αρχαία ελληνική καθαρτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καθαρτικός -ή, -ό

✦ που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει
✦ το καθαρτικό(ν) ως ουσ., φάρμακο για την κένωση του στομάχου και των εντέρων

Συνώνυμα
καθάρσιο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.