κάλος


κάλος
Προφορά

Ετυμολογία
κάλος └βενετ┘ calo

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κάλος

✦ ρόζος του δέρματος από νεκρωμένη σάρκα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.