ισότητα
Προφορά
Ετυμολογία
ισότητα αρχαία ελληνική ἰσότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ισότητα
✦ η σχέση ανάμεσα σε ίσα πράγματα ή έννοιες, έλλειψη οποιασδήποτε διαφοράς
✦ εξομοίωση των πολιτών στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανισότητα
Επιρρήματα
–