ιστιοσανίδα
Προφορά
Ετυμολογία
ιστιοσανίδα ιστίο + σανίδα• απόδοση του └αγγλ┘όρου windsurfer
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ιστιοσανίδα
✦ σκάφος στενόμακρο, συνήθ. πλαστικό, εφοδιασμένο με ανοιχτό πανί (ιστίο), για να κινείται με τη βοήθεια του ανέμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–