ισόρροπος
Προφορά
Ετυμολογία
ισόρροπος αρχαία ελληνική ἰσόρροπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ισόρροπος -η, -ο
✦ που βρίσκεται σε ισορροπία: ισόρροπη ανάπτυξη όλων των κλάδων της οικονομίας
✦ που αντισταθμίζει ακριβώς κάποιον άλλον: ισόρροπες δυνάμεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανισόρροπος
Επιρρήματα
ισόρροπα (Κ ισορρόπως)