ιδιορρυθμία
Προφορά
Ετυμολογία
ιδιορρυθμία μεταγενέστερη ελληνική ἰδιορρυθμία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ιδιορρυθμία
✦ ιδιαίτερος τρόπος ζωής, ή σκέψης
✦ ιδιάζουσα συμπεριφορά
Συνώνυμα
ιδιοτροπία, εκκεντρικότητα, παραξενιά
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–