ιδεοτυπικός
Προφορά
Ετυμολογία
ιδεοτυπικός ιδεότυπος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ιδεοτυπικός -ή, -ό
✦ εύχρ. στον όρο ιδεοτυπική ανάλυση, μέθοδος κοινωνιολογικής ανάλυσης που επιχειρεί να ερμηνεύσει τα κοινωνικά φαινόμενα με τη βοήθεια ενός ιδεατού μοντέλου, του ιδεότυπου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–