θριαμβεύτρια


θριαμβεύτρια
Προφορά

Ετυμολογία
θριαμβεύτρια μεταγενέστερη ελληνική θριαμβευτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θριαμβεύτρια

✦ θηλ. θριαμβεύτρια πρόσωπο που πέτυχε κάτι λαμπρό, κατανικώντας δύσκολους αντιπάλους ή εξουδετερώνοντας αντίξοες συνθήκες: θριαμβευτής των εκλογών – των αγώνων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.