θρόνος


θρόνος
Προφορά

Ετυμολογία
θρόνος αρχαία ελληνική θρόνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θρόνος

✦ ψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο
✦ το επίσημο κάθισμα ηγεμόνων, αρχιερέων κτλ.
✦ το ανάλογο αξίωμα
(μτφ. ) βασιλεία, ηγεμονία: κινδύνεψε ο θρόνος
✦ (εκκλ.) το αξίωμα και η περιφέρεια πατριάρχη ή επισκόπου: ο οικουμενικός θρόνος

Συνώνυμα
παλάτι, στέμμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.