θηριωδία
Προφορά
Ετυμολογία
θηριωδία αρχαία ελληνική θηριωδία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θηριωδία
✦ υπερβολική σκληρότητα, απανθρωπιά: αναστατώθηκαν εξάλλου τα Γιάννενα εκείνες τις ημέρες από τις θηριωδίες του Αλή (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
κτηνωδία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–