θησαυρισμός


θησαυρισμός
Προφορά

Ετυμολογία
θησαυρισμός θησαυρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θησαυρισμός

✦ η θησαύριση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.