θηλαστικός
Προφορά
Ετυμολογία
θηλαστικός θηλάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θηλαστικός -ή, -ό
✦ που τρέφεται με θηλασμό
✦ τα θηλαστικά ως ουσ., ομοταξία σπονδυλωτών ζώων, που χαρακτηρίζονται, κυρίως, από την παρουσία μαστών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–