θήλαστρο


θήλαστρο
Προφορά

Ετυμολογία
θήλαστρο θηλάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θήλαστρο

✦ όργανο για τον τεχνητό θηλασμό του βρέφους με ξένο γάλα, μπιμπερόν
✦ ελαστική θηλή, πιπίλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.