θεωρητικός
Προφορά
Ετυμολογία
θεωρητικός αρχαία ελληνική θεωρητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θεωρητικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στο χώρο της θεωρίας
✦ αφηρημένος
✦ φανταστικός, υποθετικός
✦ (για πρόσ.) ο ασχολούμενος με τη θεωρία
✦ εντυπωσιακός στην εμφάνιση, φιγουράτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–