θεριστικός


θεριστικός
Προφορά

Ετυμολογία
θεριστικός μεταγενέστερη ελληνική θεριστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ θεριστικός -ή, -ό

✦ ο του θερισμού: θεριστική μηχανή
(μτφ. ) εξοντωτικός
✦ τα θεριστικά ως ουσ., τα έξοδα του θερισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.