θεριστής


θεριστής
Προφορά

Ετυμολογία
θεριστής αρχαία ελληνική θεριστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεριστής

✦ θηλ. θερίστρα κ. θερίστρια αυτός που θερίζει
(μτφ. ) εξολοθρευτής
✦ ο μήνας της συγκομιδής των σιτηρών, Ιούνιος: θεριστή μήνα, που θα ωριμάζουνε τα καλαμπόκια στα περβόλια (Α. Δικταίος)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.