θαλασσόβρεχτος


θαλασσόβρεχτος
Προφορά

Ετυμολογία
θαλασσόβρεχτος θάλασσα + βρέχομαι

Ερμηνεία
θαλασσόβρεχτος

✦ κ. θαλασσόβρεχτος, -η, -ο επίθ. που έχει βραχεί ή βρέχεται από τη θάλασσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.