θάβω
Προφορά
Ετυμολογία
θάβω ἔθαψα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού θάπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θάβω
✦ αποθέτω νεκρό σε τάφο, ενταφιάζω: Μεγάλος είσαι, και θα πεθάνεις και θα σε θάψουν (Κ. Παλαμάς) – την έθαψα στο κοιμητήρι των ερώτων λευκοντυμένη (Ν. Βρεττάκος)
✦ κηδεύω
✦ κρύβω στη γη, καλύπτω με χώμα: βρέθηκαν θαμμένοι ανεκτίμητοι θησαυροί
✦ (μτφ. ) καταχωνιάζω: τη θάψανε την υπόθεση οι επιτήδειοι
✦ (μτφ. ) καταστρέφω,
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ξεθάβω ,ξεχώνω
Επιρρήματα
–