θαλάμι
Προφορά
Ετυμολογία
θαλάμι θαλάμιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού θάλαμος ή του θαλάμη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το θαλάμι
✦ φωλιά χταποδιού: το ψάρι περιμένοντας να σύρει απ’ το θαλάμι (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–