θάλαμος


θάλαμος
Προφορά

Ετυμολογία
θάλαμος αρχαία ελληνική θάλαμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θάλαμος

✦ δωμάτιο, κοιτώνας
✦ διαμέρισμα στρατώνα, νοσοκομείου κτλ., για διαμονή και ύπνο πολλών ατόμων
✦ καμπίνα πλοίου
✦ (γεν.) οποιοσδήποτε μικρός περίκλειστος χώρος
✦ (ανατομ.) τμήμα του εγκεφάλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.