ηπειρώτισσα


ηπειρώτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
ηπειρώτισσα αρχαία ελληνική ἠπειρώτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ηπειρώτισσα

✦ θηλ. ηπειρώτισσα (Κ -τις, -ιδος) άνθρωπος της στεριάς, στεριανός
✦ ο κάτοικος της Ηπείρου ή ο καταγόμενος από την Ήπειρο

Συνώνυμα

Αντίθετα
θαλασσινός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.