ησυχάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ησυχάζω αρχαία ελληνική ἡσυχάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ησυχάζω
✦ είμαι ήσυχος, ηρεμώ: τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν (Διον. Σολωμός)
✦ αναπαύομαι, κοιμούμαι: μετά το μεσημεριανό φαγητό, πάντοτε ησυχάζω
✦ ξαναβρίσκω την ηρεμία μου: όταν μου έδωσε την υπόσχεσή του, ησύχασα
✦ (μτβ.) καθησυχάζω, καταπραΰνω: έχει γίνει μπαρούτι, ησύχασέ τον, αν μπορείς
Συνώνυμα
κατευνάζω, γαληνεύω, καλμάρω
Αντίθετα
ερεθίζω, εκνευρίζω, ταράζω
Επιρρήματα
–