ετεροδημότισσα
Προφορά
Ετυμολογία
ετεροδημότισσα έτερος + δημότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ετεροδημότισσα
✦ θηλ. ετεροδημότισσα (Κ -τις, -ιδος) ο γραμμένος στο δημοτολόγιο άλλου δήμου και όχι εκείνου στον οποίο διαμένει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–