ετερογένεια


ετερογένεια
Προφορά

Ετυμολογία
ετερογένεια ετερογενής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ετερογένεια

✦ η ιδιότητα του ετερογενούς, το να ανήκει κάποιος σε διαφορετικό γένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.