εσωτερικό


εσωτερικό
Προφορά

Ετυμολογία
εσωτερικό αρχαία ελληνική ἐσωτερικόν, └ουδ┘ του επιθέτου ἐσωτερικός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το εσωτερικό

✦ η μέσα επιφάνεια ή μέρος πράγματος
✦ η χώρα στην οποία διαμένει κανείς
✦ η ενδοχώρα

Συνώνυμα

Αντίθετα
εξωτερικό
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.