εσωτερικεύω
Προφορά
Ετυμολογία
εσωτερικεύω μετάφραση του └αγγλ┘όρου internalize
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εσωτερικεύω
✦ αφομοιώνω στοιχεία γνώσης, αξίες ή πρότυπα πολιτισμικά και τα αποδέχομαι ως στοιχεία της δικής μου προσωπικότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–