εσπευσμένος
Προφορά
Ετυμολογία
εσπευσμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος σπεύδω
Ερμηνεία
εσπευσμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) αυτός που έγινε βιαστικά, γρήγορα: εσπευσμένη σύγκληση του υπουργικού συμβουλίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
εσπευσμένως κ.εσπευσμένα, βιαστικά, με σπουδή