εστέρες


εστέρες
Προφορά

Ετυμολογία
εστέρες └γαλλ┘ ester

Ερμηνεία
εστέρες

✦ ουσ. χημικές ενώσεις που σχηματίζονται με επίδραση οξέος σε αλκοόλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.