εσμός


εσμός
Προφορά

Ετυμολογία
εσμός αρχαία ελληνική ἑσμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εσμός

✦ σμήνος, μεγάλο πλήθος (συνήθ. περιφρονητικά): εσμός αυλοκολάκων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.