εσκεμμένος
Προφορά
Ετυμολογία
εσκεμμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος σκέπτομαι
Ερμηνεία
εσκεμμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) που γίνεται με ενσυνείδητη πρόθεση, εκ προμελέτης: εσκεμμένη ενέργεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
εσκεμμένως κ.εσκεμμένα, εκ προθέσεως